ἀξέστου

ἀξέστου
ἄξεστος
unwrought
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… …   Dictionary of Greek

  • χοντροκοπιά — η, Ν [χοντροκοπώ] 1. κακότεχνη εργασία 2. (για πρόσ.) άξεστος, χονδροειδής άνθρωπος 3. συμπεριφορά ή πράξη άξεστου ανθρώπου, αγενής ή ανάρμοστη συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • Μπόσγουελ, Τζέιμς — (James Boswell, Εδιμβούργο 1740 – Λονδίνο 1795). Σκοτσέζος βιογράφος και συγγραφέας. Γιος δικαστή, σπούδασε νομικά στο Εδιμβούργο και στη Γλασκόβη, αλλά το όνειρό του ήταν να σταδιοδρομήσει στο Λονδίνο, να μπει στο Κοινοβούλιο, να ζει στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • χοντρ(ο)- — και χοντρό , ως πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων δίνει σ αυτές την έννοια του χοντρού, του χοντροειδούς ή άτεχνου και του αγροίκου ή άξεστου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”